ουροφόρος

ουροφόρος
-ο
ανατ. αυτός που διοχετεύει τα ούρα («ουροφόροι οδοί» — το σύνολο τών οργάνων που απάγουν τα ούρα από τους νεφρούς, δηλαδή οι νεφρικοί κάλυκες, η νεφρική πύελος, οι ουρητήρες, η ουροδόχος κύστη και η ουρήθρα).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κάλιγος — (Caligus). Γένος κωπηπόδων της οικογένειας των καλιγιδών. Στο γένος αυτό ανήκουν μικροί οργανισμοί που αποτελούν εξωτερικά παράσιτα των θαλάσσιων ψαριών, τα οποία προκαλούν σημαντικά προβλήματα στις ιχθυοκαλλιέργειες. Αριθμεί πολλά είδη, το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”